-
1 сумма
1. мат. το άθροισμα- углов - των γωνιών 2 (определённое количество денег) το ποσ/όν, το άθροισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сумма
-
2 расходный
επ.των εξόδων, των δαπανών•-ые деньги χρήματα εξόδων•
-ая книга βιβλίς εξόδων.
-
3 возмещение
η αποζημίωσ/η, η αμοιβήиск ο - и αξίωση/απαίτηση για την -получать - за убытки παίρνω/λαμβάνω - για τις ζημιέςтребование ο - и убытков грузоотправителя απαίτηση για - του αποστολέα φορτίου/εμπορευμάτων- ζημιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возмещение
-
4 распределение
η κατανομ/ή, η διανομή, ο καταμερισμός, η μοιρασιά, το μοίρασμαдвумерное - мат. δισδιάστατη --каналов рад. - των διαύλων/καναλιών-капиталовложений - των κεφαλαίων/επενδύσεων- невязки (геод.) - των σφαλμάτωνнепрерывное - συνεχής -, αδιάκοπη -разрывное - ασυνεχής -, διακεκομμένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распределение
-
5 взыскание
1. (наказание, выговор) η ποινή 2. (требование уплаты от кого-л.) η χρέωσ/η, η επιβάρυνση, η είσπραξη, οι κυρώσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взыскание
-
6 стоимость
1. (цена, ценность) η τιμ/ή, το κόστοςобщая - η συνολική τιμή/αξία, το γενικό κόστοςориентировочная - см. приблизительная -первоначальная - αρχική -, το αρχικό κόστος-страхование и фрахт κόστος, ασφάλειαфактическая - το πραγματικό κόστος, η πραγματική τιμή2. эк. η αξί/αноминальная - см. нарицательная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоимость
-
7 шкала
η κλίμακαη κλίμαξο πίνακας ένδειξης- температурная международная практическая Διεθνής πρακτική θερμομετρική - (IPTS)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шкала
-
8 перечень
ο κατάλογοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перечень
-
9 за
πρόθεση με αιτ. ή οργανική.1. πέρα(ν), έξω•жить за городом ζω έξω από την πόλη•
пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•
выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•
уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•
за морем, за морями πέραν των θαλασσών.
2. πίσω, όπισθεν, κοντά•запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•
идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•
он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•
-садом πίσω από τον κήπο•
заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•
гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•
он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•
спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•
он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•
у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.
3. για, διά•он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•
вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•
просить за кого παρακαλώ για κάποιον•
работать за двоих δουλεύω για δυό•
за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•
ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•
я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•
благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•
платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•
выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•
я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•
за раз, за один раз για μια φορά•
я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•
послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•
ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•
он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.
|| (σημαίνει σκοπό)•за великое дело για μεγάλο έργο•
бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.
4. αντί, για•око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•
зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.
5. υπέρ•говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•
кто за? ποιος είναι υπέρ;•
стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•
за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.
6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.
7. από•взять за руку πιάνω από το χέρι•
повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•
водить за нос σέρνω από τη μύτη•
бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•
схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•
приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•
заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.
8. στον, στην, στο•сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•
сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•
он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•
за ваше здоровье στην υγεία σας.
9. (σημαίνει απόσταση)•за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.
10. προς•нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.
11. με•она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.
12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•за неспособностью λόγω ανικανότητας•
за старостью лет σαν παρήλικος•
награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•
за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.
13. εν, κατά•за отсуствием εν απουσία, απόντος.
14. (για εργασία, ασχολία)•взяться за работу πιάνω τη δουλειά•
взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.
15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).
16. αντί, για, στη θέση•расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.
17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•
запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•
за мой счет με δικά μου έξοδα•
всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•
ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•
что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•
ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...
|| (με την ιδιότητα)•за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•
за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.
|| σαν, ως, για•признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.
|| (αντικείμενο επιδίωξης) •охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.
|| (άλλες σημασίες)•взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•
за исключением εξαιρέσει, εκτός•
он за все сердится όλα του φταίνε•
заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•
за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•
ни за что με κανένα τρόπο.
-
10 εξοδος
ἥ1) место выхода, выход(ἔ. κατάγειος Plut.)
ἔ. ἐς θάλασσαν Her. — место впадения (реки) в море, устье;ἀποκλεισθεὴς ἐξόδου Arst. — не имеющий выхода, запертый2) анат. выходное отверстие(ἥ τῶν περιττωμάτων ἔ. Arst.)
3) физиол. выделение(τῆς σπερματικῆς περιττώσεως Arst.)
4) рождение, появление на свет(τοῦ ἐμβρύου Arst.)
5) уход, удаление, выход(ἐκ τῆς χώρης Her.)
καλλίονες εἴσοδοι τῶν ἐξόδων Eur. — приходить (в родной дом) приятнее, чем уходить6) воен. (тж. ἥ πολεμικέ ἔ. Arst.) отправление, поход(ἔξοδοι καὴ ἀγῶνες Plut.)
τέν ἐπὴ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι Her. — идти на смертный бой;ἐξόδους ἕρπειν κενάς Soph. — наступать впустую, т.е. не имея перед собой противника7) вылазка(ἔξοδον ποιεῖσθαι Thuc.)
8) (торжественное) шествие, процессия(ἔξοδοι λαμπραί Dem.)
ἐπ΄ ἐξόδῳ Her. — во время торжественного выхода9) исход, развязка, окончание, конецἐπ΄ ἐξόδῳ τῆς ἀοχῆς Xen. — с окончанием срока полномочий;
ἐπ΄ ἐξόδῳ οἶναι Thuc. — быть на исходе, кончаться10) театр. эксод, уход хора ( заключительная часть трагедии)(ἔστιν ἔ. μέρος τραγῳδίας μεθ΄ ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος Arst.; ἔξοδον αὐλεῖν τινι Arph.)
11) прекращение, исчезновение(λήθη ἐπιστήμης ἔ., sc. ἐστιν Plat.)
12) кончина, смерть13) расход, платеж(οὐδεμίαν ποιεῖν ἔξοδον Polyb.)
-
11 вычет
1. (вычитание) η αφαίρεση, η υφαίρεση 2. (мат., вчт.) το υπόλειμμα 3. (удержанная сумма) η κράτησ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вычет
-
12 оплата
(труда, услуг и т.п.) η πληρωμήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оплата
-
13 алиментный
επ.των εξόδων διατροφής ή συντήρησης•-ые платежи οι πληρωμές των εζαδων διατροφής.
-
14 расхожий
-ая, -ееεπ.1. κοινής χρήσης, καθημερινός•-ая посуда αγγεία καθημερινής χρήσης•
-ая одежда καθημερινή ενδυμασία.
2. των εξόδων, των δαπανών•-ие деньги χρήματα για έξοδα.
|| παλ. συνηθισμένος, απλός•-ие люди απλοί άνθρωποι.
|| καταναλώσιμος•расхожий товар καταναλώσιμο εμπόρευμα.
-
15 δι-άγω
δι-άγω (s. ἄγω), 1) hindurch-, hinüberführen; Od. 20, 187 πορϑμῆες δ' ἄρα τούς γε διήγαγον; τὴν στρατιάν Thuc. 4, 78; Xen. An. 2, 4, 20 u. ösrr; διὰ τῶν ἐξόδων Plat. Tim. 79 a; dah. αἰῶνα H. h. 19, 7, wie Plat. Legg. III, 701 c, hinbringen, verleben; βίον, Ar. Nubb. 462; Plat. Phaedr. 256 b; Menex. 248 b u. öfter; Dem. 59, 30 u. Sp.; τὰ ἔτη, Xen. Cyr. 1, 2, 13; oft auch absolut, sein Leben hinbringen, leben; mit adv., πρεπόντως, Plat. Legg. II, 657 d; ὡς ἤδιστα, Crit. 43 b; ἀϑυμοτέρως, Isocr. 4, 116; σωφρόνως, Xen. Cyr. 1, 2, 8; σιωπῇ, 1, 4, 14; ἄριστα, Mem. 4, 4, 15; dah. εὖ διάγειν, als Gruß, wie χαίρειν, Epicur.; ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, im Studium der Philosophie, Plat. Phaedr. 259 d; ἐν τοῖς σκευοφόροις, als Packträger, Xen. Cyr. 7, 149; sich aufhalten, ἐν προαστείῳ Hdn. 1, 12; zögern, Thuc. 1, 90, wie τὸν χρόνον διάγειν, Plut. Timol. 10; am häufigsten mit partic., wo es = διατελέω einen fortwährenden Zustand bezeichnet, ἐξετάζοντα δ., Plat. Apol. 41 b; οἷς λέγω παίζων διάξει Phaedr. 276 d; μαχόμενος διάγειν τὸν βίον, Rep. IX, 579 d; ἐλπίδας λέγων διῆγε, er machte ihnen fortwährend Hoffnungen, Xen. An. 1, 2, 11; vgl. Cyr. 5, 4, 35, u. öfter. – 2) durchführen, vollenden, κάλλιστα πάντα Plat. Polit. 273 c; dah. regieren, verwalten, πόλεις, Isocr. 3, 41; τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν, Pol. 5, 34, 3; a. Sp.; auch ἑορτήν, = ἄγειν, Ath. VIII, 353 f. – 3) durchbringen, erhalten, τραγήμασι καὶ λαχάνοις τὸν στρατόν Philostr.; auch = die Zeit vertreiben, ergötzen, Luc. Phalar. pr. 3 u. a. Sp.; hinhalten, τέτταρσιν όβολοῖς ὥσπερ ἀσϑενοῦντα τὸν δῆμον διάγουσιν Dem. prooem. 53 extr.; so erkl. man auch Dem. 18, 89, ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν βίον ἀφϑονωτέροις καὶ εὐωνοτέροις διήγαγεν ἡμᾶς; vgl. Arr. An. 4, 18, 8. – 4) Sp. auch = auseinanderführen.
-
16 διαγω
1) перевозить, переправлять(τινάς Hom.; στρατιάν Thuc.; ἄρτους ἐπὴ σχεδίαις Xen.)
2) переводить, переносить(διὰ τῶν ἐξόδων Plat.)
3) проводить, чертить(τῷ δακτύλῳ γραμμάς Plut.)
4) медлить, откладывать, тянуть, затягивать(τὸν χρόνον Plut. - ср. 5)
διῆγε καὴ προυφασίζετο Thuc. — под разными предлогами он затягивал дело5) ( о времени) проводить(αἰῶνα HH., Plat.; βίον Arph., Plat.; τὸν χρόνον - ср. 4; πέντε καὴ εἴκοσιν ἔτη ὧδε Xen.; τὸ θέρος ἐν Σινοέσσῃ Plut.)
6) проводить жизнь, жить(τοιούτῳ τρόπῳ Her.; ἄριστα Xen.; ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ Plat.; ἐν τῷ ὑγρῷ Arst.; ἐν οἴνῳ Plut.)
διάγουσι μανθάνοντές τι Xen. — они проводят время в изучении чего-л.7) вести, направлять(κάλλιστα πάντα Plat.)
δ. τὰ κατὰ τέν ἀρχην Polyb. — управлять государством8) поддерживать, сохранять(τὰς πόλεις ἐν ὁμονοίᾳ Isocr.)
δ. τινὰ ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ βίον ἀφθονωτέροις Dem. — обеспечивать кому-л. все средства к жизни9) продолжатьδ. σιώπη Xen. — хранить молчание:
ἐλπίδας λέγων διῆγε Xen. — он не переставал обнадеживать;ἐπιμελόμενος ὧν δεῖ διάξω Xen. — я буду продолжать заботиться о том, что необходимо10) развлекать, увеселять(τὸν δῆμόν τινι Dem., Luc.)
-
17 предел
το όρι/οустанавливать - θέτω -, οριοθετώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предел
-
18 смета
ο προϋπολογισμ/ός, η εκτίμηση (του κόστους)η αποτίμησηο υπολογισμόςутверждённая - βεβαιωμένος -, εγκεκριμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смета
-
19 уменьшение
1. (в количестве, числе, силе, мощности и т.д.) η ελάττωση, η μείωσηлинейное полигр. - γραμμική -2. (линзы, объектива, изображения при печати и т.д.) η σμίκρυνσηоптическое - οπτική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уменьшение
-
20 удержание
удержаниес (вычет) ἡ κράτηση [-ις], ἡ ἐλαττωση [-ις], ἡ μείωση [-ις]:\удержание расходов ἡ κράτηση τών ἐξόδων \удержание из зарплаты ἡ κράτηση ἀπό τόν μισθό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
ελαχιστοποίηση κόστους — Βασική αρχή που διέπει την επιχειρηματική δραστηριότητα και συνίσταται στον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό των εξόδων της επιχείρησης, χωρίς να πληγούν οι οικονομικοί στόχοι της. Η θεμιτή ε.κ. επιτυγχάνεται κατά βάση με τον εντοπισμό και τη … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
διαγονιδιακοί οργανισμοί — Οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει στο γονιδίωμά τους ξένο DNA. Ονομάζονται και γενετικά τροποιημένοι οργανισμοί. Το ξένο DNA αποκαλείται διαγονίδιο και η όλη διαδικασία διαγονιδιακή τεχνολογία ή διαγένεση. Η μεθοδολογία των δ.ο. αναπτύχθηκε και… … Dictionary of Greek
κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
κοσμήτης — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
Κάσελ, Καρλ Γκούσταβ — (Karl Gustav Cassel, 1866 – 1945). Σουηδός οικονομολόγος. Σπούδασε μαθηματικά και οικονομικές επιστήμες στη Γερμανία και στην Αγγλία και μετά την επιστροφή του στη Σουηδία δίδαξε πολιτική οικονομία στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Ο Κ. είναι… … Dictionary of Greek